fbpx

«Ουρλιάζω αλλά δεν με ακούν». Κανείς δεν την άκουσε πραγματικά ως πρόσωπο (CARL ROGERS)

«Ουρλιάζω αλλά δεν με ακούν». Κανείς δεν την άκουσε πραγματικά ως πρόσωπο (CARL ROGERS)

Θα ήθελα να παραθέσω την άποψή μου για την ουσιαστική απομόνωση που νιώθει ο σύγχρονος άνθρωπος. Στη συνέχεια, θα καταδείξω τον τρόπο με τον οποίο θεωρώ την Έλεν Γουέστ παράδειγμα της εξέλιξης της μοναξιάς αυτής σε τραγικό σημείο.

Δεν είναι δυνατό να παραθέσω ολόκληρο το τραγικό ιστορικό της Έλεν Γουέστ – το οποίο στη δημοσιευμένη μορφή του καλύπτει περισσότερες από τριάντα πυκνογραμμένες σελίδες – αλλά θα επιλέξω και θα σχολιάσω μόνο λίγα από τα κρίσιμα γεγονότα της ζωής της.

 

Πρώτον, η νεότητά της. Μέχρι τα είκοσι, τη βλέπω να είναι τόσο ολοκληρωμένη και συγκροτημένη όσο και ο μέσος άνθρωπος. Είναι εύκολο για τους γιατρούς να διαβάζουν την παθολογία μέσα σε ένα ιστορικό, ειδικά με τα πλεονεκτήματα της εκ των υστέρων αντίληψης, αλλά δεν βλέπω κάποια παθολογία εδώ. Η Έλεν είναι ένα κορίτσι ζωντανό, πεισματάρικο, ευαίσθητο, ανυπάκουο, με ανησυχίες, ανταγωνιστικό, συναισθηματικό, εκφραστικό, ευμετάβλητο – δηλαδή ένα ζωντανό πρόσωπο. Είναι αφοσιωμένη στον πατέρα της. Θέλει πάρα πολύ να είναι αγόρι – μέχρι που γνωρίζει ένα αγόρι που της αρέσει. Αναρωτιέται για το σκοπό της ζωής. Έχει εξιδανικευμένα όνειρα για μεγάλα επιτεύγματα στη ζωή της. Κανένα από τα χαρακτηριστικά αυτά δεν προμήνυε απαραίτητα ένα ζοφερό μέλλον. Αντίθετα, φαίνεται να είναι μία πολύ ευαίσθητη και ευμετάβλητη έφηβη, πολλά υποσχόμενη.

 

«Το εικοστό έτος της είναι γεμάτο χαρά, ελπίδες κι επιθυμίες!.. Ανυπομονεί να βρει έναν ζωντανό, σοβαρό και αξιαγάπητο άνδρα. Απολαμβάνει το φαγητό και το ποτό. Αλλά εκείνη τη χρονιά βιώνει μια σημαντική αποξένωση από τον εαυτό της. «Αρραβωνιάζεται με έναν ρομαντικό ξένο, αλλά κατόπιν επιθυμίας του πατέρα της διαλύει τη σχέση». Τα γεγονότα μας είναι ανεπαρκή, αλλά υποπτεύομαι, από την απουσία οποιασδήποτε διαμαρτυρίας από την πλευρά της, ότι υιοθετεί τα συναισθήματα του πατέρα της σαν να ήταν δικά της. Αν θέσουμε το επεισόδιο αυτό σε σχηματική μορφή, η συνειδητοποίησή της θα ήταν κάπως έτσι: «Νόμιζα ότι τα συναισθήματά μου σήμαιναν ότι είμαι ερωτευμένη. Ένιωθα ότι έκανα κάτι θετικό και ουσιαστικό με το να αρραβωνιαστώ. Αλλά το βίωμά μου δεν μπορεί να είναι αξιόπιστο, Δεν ήμουν ερωτευμένη. Ο αρραβώνας μου δεν ήταν δέσμευση που είχε νόημα. Δεν μπορώ να καθοδηγούμαι από αυτό που βιώνω. Αν το έκανα, θα ενεργούσα λανθασμένα και θα έχανα την αγάπη του πατέρα μου».

 

Μέσα σε λίγες εβδομάδες από τότε αρχίζει να τρώει υπερβολικά και να παχαίνει – η πρώτη ένδειξη γι’ αυτό που επρόκειτο να γίνει το σπουδαιότερο σύμπτωμά της. Είναι ίσως ενδεικτικό του ότι άρχισε να χάνει την εμπιστοσύνη στον εαυτό της το γεγονός ότι ξεκίνησε τη δίαιτα μόνο όταν οι φίλοι της την πείραζαν. Νιώθει μια αυξανόμενη ανάγκη να ζήσει τη ζωή της στο πλαίσιο των προσδοκιών των άλλων, εφόσον οι δικές της παρορμήσεις δεν είναι αξιόπιστες,

 

Δεν είναι δύσκολο να δούμε γιατί άρχισε να απεχθάνεται τον εαυτό της λίγο μετά από εκείνη τη στιγμή και να αντιλαμβάνεται το θάνατο ως «μια μεγαλειώδη γυναίκα». Άλλωστε, είναι ένας αναξιόπιστος οργανισμός, ένα παραπλανητικό σύνολο βιωμάτων, που της αξίζει να την απεχθάνονται. Το ημερολόγιό της αναφέρει “σκιές αμφιβολιών και τρόμου”, που σύντομα μεταφράστηκαν στον τρόμο του πάχους. Ούτε προκαλεί εντύπωση που τη φοβίζουν στα “κακά πνεύματα” μέσα της – τα μη αποδεκτά και απαρνημένα συναισθήματα που την καταδιώκουν.

 

Είμαι σίγουρος ότι αυτή δεν ήταν η πρώτη πραγματική αποξένωση από τον εαυτό της και τα λανθάνοντα συναισθήματά της, αλλά μάλλον δεν υπάρχουν πολλές αμφιβολίες ότι ήταν από τις πιο σημαντικές. Συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στο να καταστρέψει την εμπιστοσύνη απέναντι στον εαυτό της ως προς την ικανότητά της για αυτονομίας Αν και η καλή της διάθεση επιστρέφει και περνά χαρούμενες περιόδους, εγκατέλειψε ένα μέρος του εαυτού της και ενδοέβαλε ως δικά της τα συναισθήματα του πατέρα της. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής είναι γεμάτη διακυμάνσεις. Θέλει να κάνει κάτι σημαντικό ελπίζει σε μία κοινωνική επανάσταση εργάζεται πολύ σκληρά ως φοιτήτρια – ιδρύει αναγνωστήρια για τα παιδιά. Ωστόσο, κατά είναι «ένα άτολμο γήινο σκουλήκι», επιθυμεί το θάνατο και βάζει τον δάσκαλό της να της διαβάζει συνέχεια την πρόταση. «Οι καλοί πεθαίνουν νέοι». Περιστασιακά, «η ζωή θριαμβεύει και πάλι». Έχει μια «δυσάρεστη σχέση με έναν δάσκαλο ιππασίας». «Κατταρρέει». Ανησυχεί υπερβολικά για το βάρος της.

 

Όταν είναι είκοσι τεσσάρων ετών, υπάρχει άλλο ένα σημείο στο οποίο ακόμη περισσότερο χάνει την εμπιστοσύνη στον εαυτό της. Αν και είναι ακόμη αρκετά ανασφαλής με τον εαυτό της ώστε να χρειάζεται την παλιά γκουβερνάντα μαζί της, είναι, παρ’ όλα αυτά, χαρούμενη με τις σπουδές της. «Το ημερολόγιο αποπνέει χαρά για τη ζωή και τον αισθησιασμό. Ερωτεύεται έναν φοιτητή. Ήταν προφανώς μία βαθιά δέσμευση, κρίνοντας από τη διάρκεια και τη διεισδυτικότητα που χαρακτήριζαν τη σχέση. Αρραβωνιάζεται, αλλά και πάλι οι γονείς της επιμένουν ότι το βίωμά της είναι λανθασμένο. Απαιτούν προσωρινή διάσταση. Άρα, σε εκείνη πρέπει να φαίνεται ότι η σχέση δεν είναι πραγματική, δεν είναι συνετή και ότι θα ήταν καλύτε ρα να την εγκαταλείψει. Για άλλη μία φορά, δυσπιστεί και αψηφά τη δική της εμπειρία ενδοβάλλοντας τα συναισθήματα των γονιών της. Εγκαταλείπει τη σχέση και, μαζί της, εγκαταλείπει και οποιαδήποτε εμπιστοσύνη στον εαυτό της ως προς την ικανότητά της για συνετή αυτοκαθοδήγηση. Μόνο η εμπειρία των άλλων μπορεί να είναι αξιόπιστη. Εκείνη την εποχή στρέφεται στον γιατρό της για βοήθεια.

 

Αν είχε επαναστατήσει στο σημείο εκείνο, αν είχε τη δύναμη να παλέψει για το δικό της βίωμα του δικού της κόσμου, θα ήταν πιστή στα βαθύτερά της συναισθήματα και, πραγματικά, θα είχε σώσει τον εν δυνάμει αυτόνομο εαυτό της. Αλλά, αντί για επανάσταση, υπάρχει μόνο μία φοβερή κατάθλιψη και μίσος για το σώμα της, που είναι προφανώς ένας εντελώς αναξιόπιστος οργανισμός για να αντιμετω πίζει τη ζωή. Ο βαθμός στον οποίο εγκατέλειψε τον εαυτό της φαίνεται από το τρομακτικό της διαιτολόγιο. Όπως αναφέρει αργότερα: «Κάτι μέσα μου επαναστατεί ενάντια στο να πάρω πάχος. Επαναστατεί ενάντια στο να γίνω υγιής, να έχω παχουλά κόκκινα μάγουλα, να γίνω μια απλή, ρωμαλέα γυναίκα, όπως ταιριάζει στην αληθινή μου φύση».

 

Με άλλα λόγια, αν κατάφερνε να εμπιστευτεί τα δικά της συναισθήματα, τις δικές της επιθυμίες κι εμπειρίες, θα γινόταν μία δυνατή, παχουλή, νεαρή γυναίκα και θα παντρευόταν τον φοιτητή που αγαπούσε. Αλλά τα συναισθήματά της αποδείχτηκαν τελείως αναξιόπιστα, οι επιθυμίες και οι εμπειρίες της τελείως αναξιόπιστοι οδηγοί. Έτσι, όχι μόνο πρέπει να απαρνηθεί τα συναισθήματά της για τον αγαπημένο της, αλλά πρέπει να λιμοκτονήσει και να αναγκάσει το σώμα της να πάρει μία μορφή που εγκρίνεται από τους άλλους αλλά είναι τελείως αντίθετη με τις δικές της τάσεις. Έχει χάσει τελείως την εμπιστοσύνη της στο δικό της βίωμα ως βάση ζωής. Θα σχολιάσω σύντομα ένα άλλο επεισόδιο. Θεωρεί ότι ο εξάδελφός της μπορεί να είναι πιθανός σύντροφός της, και αυτή η επιλογή εγκρίνεται από την οικογένειά της. Σχεδιάζουν να παντρευτούν. Αλλά για δύο ακόμη χρόνια, μέχρι τα είκοσι οκτώ της, αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στον εξάδελφό της και στον φοιτητή που αγαπά. Πηγαίνει να δει τον φοιτητή και διακόπτει τη σχέση μαζί του, αφήνοντας, κατά το λεγόμενά της, μία «ανοιχτή πληγή». Δεν γνωρίζουμε τίποτα για το περιεχόμενο αυτής της εξαιρετικά σημαντικής διάδρασης, αλλά θα υπέθετα ότι η ψυχολογική της ζωή κρεμόταν από μία κλωστή στη φάση αυτή. Να εμπιστευτεί το δικό της βίωμα και να διαλέξει το πρόσωπο που αγαπά ή να διαλέξει τον εξάδελφό της. Τα δικά της συναισθήματα είναι πιο ψυχρά προς τον εξάδελφό της, όμως γι’ αυτόν θα έπρεπε να αισθάνεται όλα τα εγκεκριμένα συναισθήματα που υποτίθεται ότι πρέπει να αισθάνεται. Υποπτεύομαι ότι συνειδητοποίησε αμυδρά ότι αν επέλεγε τον φοιτητή, θα επέλεγε το ανεξερεύνητο μονοπάτι του αυτόνομου εαυτού. Αν επέλεγε τον εξάδελφό της, θα ζούσε τη ζωή που προσδοκούσαν οι άλλοι από εκείνη – θα ήταν μία ασφαλής και εγκεκριμένη φιλοδοξία. Επέλεξε τον εξάδελφό της και τον παντρεύτηκε αποκηρύσσοντας ακόμη περισσότερο οποιαδήποτε εμπιστοσύνη στον εαυτό της.

 

Μέχρι τα τριάντα δύο της, έχει απόλυτη εμμονή με την ιδέα ότι πρέπει να γίνει αδύνατη. Για το σκοπό αυτό λιμοκτονεί και παίρνει εξήντα καθαρτικά χάπια την ημέρα! Χωρίς να προκαλεί έκπληξη το γεγονός, έχει πολύ λίγη δύναμη. Δοκιμάζει την ψυχανάλυση, αλλά νιώθει ότι δεν τη βοηθά. Αναφέρει σχετικά: «Τα ανέλυσα με το μυαλό μου, αλλά όλα παρέμειναν γτ θεωρητικά» και «Ο ψυχαναλυτής μπορεί να μου δώσει διορατικότητα αλλά όχι θεραπεία». Ωστόσο, όταν διακόπτεται η ψυχανάλυση λόγω συνθηκών, γίνεται χειρότερα.

 

Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, μιλά για την ιδανική της αγάπη, τον φοιτητή. Αναφέρει στον άνδρα της σε ένα γράμμα: «Εκείνη την περίοδο ήσουν η ζωή που ήμουν έτοιμη να δεχτώ και να εγκαταλείψω το ιδανικό μου γι’ αυτή. Αλλά ήταν… μία απόφαση υπό πίεση». Φαίνεται να προσπαθεί απεγνωσμένα να αποκτήσει τα συναισθήματα που οι άλλοι θέλουν να έχει, αλλά πρέπει να πιέσει τον εαυτό της.

 

Από εδώ και πέρα, η αποξένωση μέσα της οδηγεί σε μεγαλύτερη αποξένωση και σε όλο και περισσότερα συναισθήματα απομόνωσης από τους άλλους. Δεν προξενεί εντύπωση ότι η πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας της συμβαίνει όταν ο δεύτερος ψυχαναλυτής της, ο οποίος την ανέλαβε στο νοσοκομείο στο οποίο την έστειλαν, επαναλαμβάνει το γνωστό πλέον πρότυπο. Ο σύζυγός της θέλει να βρίσκεται στο νοσοκομείο μαζί της – και εκείνη τον θέλει να είναι μαζί της. Αλλά η πατρική φιγούρα, ο ψυχαναλυτής, ξέρει καλύτερα και διώχνει τον άνδρα της. Καταστρέφει ακόμη περισσότερο την εναπομένουσα εμπιστοσύνη στον εαυτό της ως αυτοκατευθυνόμενου προσώπου.

Από το σημείο αυτό και μετά, η απομόνωση είναι ακόμη μεγαλύτερη και η τραγωδία πλησιάζει. Πηγαίνει σε περισσότερους γιατρούς, σε περισσότερους ψυχιάτρους και γίνεται όλο και περισσότερο ένα αντικείμενο στα μάτια εκείνων που ασχολούνται μαζί της. Τελικά εισάγεται στο σανατόριο του Δρ. Binswanger, όπου παρέμεινε για κάποιους μήνες.

 

Την περίοδο αυτή υπάρχουν συνεχείς διαφορές για τη διάγνωση της ασθένειάς της. Ο Emil Krepelin, διακεκριμένος ψυχίατρος, διαγιγνώσκει, σε μία από τις περιόδους κατάθλιψής της, ότι πάσχει από μελαγχολία. Ο δεύτερος ψυχαναλυτής της διέγνωσε ότι έχει «σοβαρή ψυχαναγκαστική νεύρωση σε συνδυασμό με μανιοκαταθλιπτικές διακυμάνσεις». Ο σύμβουλος ψυχίατρος υποστηρίζει ότι το πρόβλημά της είναι «μία ψυχοπαθής κράση που κάνει την εμφάνισή της σταδιακά». Υποστηρίζει ότι δεν είναι σχιζοφρενής, γιατί δεν υπάρχει νοητικό πρόβλημα. Αλλά οι Δρ. Bleuler και Binswanger συμφωνούν ότι η κατάστασή της είναι «υποστροφική σχιζοφρενική ψύχωση (απλή σχιζοφρένεια)». Βλέπουν λίγες ελπίδες για εκείνη και αναφέρουν: «Ήταν σαφές ότι το εξιτήριο από το ίδρυμα σήμαινε βέβαιη αυτοκτονία».

 

Εφόσον η Έλεν είχε επίγνωση για αρκετές από αυτές τις συζητήσεις, θα πρέπει να κατέληξε να φαίνεται στον εαυτό της όχι ένα πρόσωπο αλλά κάποιος περίεργος αφύσικος μηχανισμός, τελείως έξω από τον έλεγχό της, που χαράσσει το δικό του δρόμο προς την καταστροφή. Ψάχνουμε μάταια σε όλες αυτές τις «διαγνώσεις» κάποιο ίχνος αναγνώρισης ότι οι γιατροί αντιμετώπιζαν έναν άνθρωπο. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τα λόγια της Έλεν: «Αντιμετωπίζω τον εαυτό μου σαν ένα περίεργο πρόσωπο. Φοβάμαι τον εαυτό μου.» Ή, κάποια άλλη στιγμή: «Ακριβώς αυτή τη στιγμή είμαι παράφρων – χάνομαι στη μάχη ενάντια στη φύση μου. Η μοίρα με ήθελε παχουλή και δυνατή, αλλά εγώ θέλω να είμαι λεπτή και ευαίσθητη». Πράγματι, χάνεται στη μάχη με τη φύση της. Ο οργανισμός της θέλει να είναι υγιής και δυνατός, αλλά το ενδοβεβλημένο «Εγώ» -ο ψεύτικος εαυτός που υιοθέτησε για να ευχαριστήσει τους άλλους θέλει να είναι, όπως αναφέρει σε κάποιο σημείο, λεπτός και «διανοούμενος». Οι σοφοί γιατροί, παρά τον κίνδυνο της αυτοκτονίας, κατέληξαν στο εξής: «Καμία απόλυτα αξιόπιστη θεραπεία δεν είναι δυνατή. Συνεπώς καταλήξαμε να ενδώσουμε στην απαίτηση της ασθενούς για εξιτήριο». Έφυγε από το νοσοκομείο. Τρεις ημέρες αργότερα, φαινόταν καλά και υγιής, έτρωγε καλά πρώτη φορά μετά από χρόνια αυτό κατόπιν πήρε τη μοιραία δόση δηλητήριο. Ήταν τριάντα τριών. Ο επιτάφιος της θα μπορούσε κάλλιστα να γράφει τα λόγια της: «Νιώθω τον εαυτό μου, αρκετά παθητικά, ως το πεδίο στο οποίο δύο εχθρικές δυνάμεις κατακρεουργούν η μία την άλλη,»

 

Τι πήγε τόσο μοιραία στραβά στη ζωή της Έλεν Γουέστ; Ελπίζω να έχω καταδείξει την πεποίθησή μου ότι αυτό που πήγε στραβά είναι κάτι που συμβαίνει σε κάποιο βαθμό στη ζωή του καθενός μας, αλλά στην περίπτωσή της Έλεν διογκώθηκε.βΩς έμβρυα ζούμε μέσα στην εμπειρία μας, την εμπιστευόμαστε. Όταν το μωρό πεινάει, δεν αμφισβητεί την πείνα του, ούτε αναρωτιέται αν πρέπει να κάνει κάθε προσπάθεια για να βρει φαγητό. Χωρίς να έχει καμία επίγνωση γι’ αυτό, είναι ένας οργανισμός που εμπιστεύεται τον εαυτό του. Ωστόσο, κάποια στιγμή οι γονείς ή οι άλλοι του λένε τελικά: «Αν νιώθεις έτσι, εγώ δεν θα σε αγαπώ». Έτσι, νιώθει αυτό που θα έπρεπε να νιώθει, όχι αυτό που πραγματικά νιώθει. Στο βαθμό αυτό, οικοδομεί έναν εαυτό που νιώθει αυτό που πρέπει να νιώθει, βλέποντας μόνο περιστασιακά τρομακτικές φευγαλέες εικόνες αυτού που ο οργανισμός του, στον οποίο ανήκει ο εαυτός, πραγματικά βιώνει. Στην περίπτωση της Έλεν, αυτή η διεργασία λειτούργησε με ακραίο τρόπο. Σε ορισμένες από τις σημαντικές στιγμές της ζωής της, αναγκάστηκε να νιώθει ότι το δικό της βίωμα ήταν άκυρο, λανθασμένο, εσφαλμένο και μη υγιές, και ότι αυτό που θα έπρεπε να νιώθει ήταν κάτι διαφορετικό. Δυστυχώς γι’ αυτή, η αγάπη της για τους γονείς της, ειδικά για τον πατέρα της, ήταν τόσο δυνατή που εγκατέλειψε τη δική της ικανότητα για εμπιστοσύνη στην εμπειρία της και την αντικατέστησε με τη δική τους ή τη δική του. Εγκατέλειψε το να είναι ο εαυτός της. Η παρατήρηση αυτή, που έγινε από έναν από τους γιατρούς της τον τελευταίο χρόν νο, δεν αποτελεί έκπληξη: «Μολονότι ως παιδί ήταν τελείως ανεξάρτητη από τη γνώμη των άλλων, τώρα είναι τελείως εξαρτημένη από αυτό που πιστεύουν οι άλλοι». Δεν έχει απολύτως κανέναν τρόπο να γνωρίζει τι αισθάνεται ή ποια είναι η γνώμη της. Αυτή είναι η πιο μοναχική κατάσταση από όλες – ένας σχεδόν απόλυτος διαχωρισμός από τον αυτόνομο οργανισμό.

«Ουρλιάζω αλλά δεν με ακούν». Τα λόγια της Έλεν ηχούν στα αφτιά μου. Κανείς δεν την άκουσε πραγματικά ως πρόσωπο. Πέρα από την παιδική της ηλικία και ίσως ούτε και τότε ούτε οι γονείς της, ούτε οι δύο ψυχαναλυτές της, ούτε οι γιατροί της φάνηκαν ποτέ να τη σέβονται τόσο ώστε να την ακούσουν ουσιαστικά. Δεν την αντιμετώπιζαν ως ένα πρόσωπο ικανό να αντιμετωπίσει τη ζωή, ένα πρόσωπο του ο ποίου το βίωμα είναι αξιόπιστο, του οποίου τα εσωτερικά συναισθήματα αξίζουν αποδοχή. Πώς, τότε, θα μπορούσε να ακούσει τον εαυτό της ή να σεβαστεί το βίωμα που υπήρχε μέσα της;

 

«Είμαι απομονωμένη. Κάθομαι μέσα σε μια γυάλα, βλέπω τους ανθρώπους πίσω από έναν γυάλινο τοίχο. Ουρλιάζω, αλλά δεν με ακούν » Τι απεγνωσμένη κραυγή για μία σχέση μεταξύ δύο προσώπων! Ποτέ δεν βίωσε αυτό που ο Buber αποκάλεσε «θεραπεία μέσα από τη συνάντηση». Δεν υπήρχε κανείς να τη συναντήσει, να τη δεχτεί, έτσι όπως ήταν.

 

 

 

 

 

Ένας τρόπος να υπάρχουμε

Carl Rogers

Εισαγωγή: Irvin Yalom

Εκδόσεις: ΕΡΕΥΝΗΤΕΣ



Εικόνα: https://narratively.com/what-happens-when-youre-bulimic-but-not-thin-enough-for-anyone-to-notice/



Facebook

Instagram

Follow Me on Instagram