fbpx

Κανένας δεν υποψιαζόταν πόσο όμορφα πράγματα είχε δει το κοριτσάκι (HANS CHRISTIAN ANDERSEN)

Κανένας δεν υποψιαζόταν πόσο όμορφα πράγματα είχε δει το κοριτσάκι (HANS CHRISTIAN ANDERSEN)

Το κοριτσάκι με τα σπίρτα

 

Έκανε τρομερό κρύο, χιόνιζε και είχε σχεδόν σκοτεινιάσει. Ήταν το τελευταίο βράδυ του χρόνου. Μέσα στο κρύο και στο σκοτάδι του δρόμου περπατούσε ένα μικρό κοριτσάκι ξυπόλητο και χωρίς σκούφο. Όταν έφυγε από το σπίτι φορούσε παντόφλες, είναι αλήθεια. Τι μ’ αυτό όμως; Ήταν πολύ μεγάλες και μέχρι τότε τις φορούσε η μητέρα της, τόσο μεγάλες ήταν. Και το καημένο το κοριτσάκι τις έχασε καθώς αγωνιζόταν να διασχίσει τον δρόμο, επειδή δύο άμαξες πέ- ρασαν δίπλα της με τρομακτική ταχύτητα.

 

 

 

 

Η μια παντόφλα δεν βρέθηκε πουθενά. Την άλλη την άρπαξε ένα αλητόπαιδο και το έβαλε στα πόδια. Σκέφτηκε ότι θα ήταν κατάλληλη για μωρουδίστικη κούνια όταν κάποια ημέρα θα αποκτούσε παιδιά. Έτσι το κοριτσάκι περπατούσε με γυμνά τα μικρά ποδαράκια του, που είχαν μελανιάσει από το κρύο. Μέσα στην παλιά ποδιά της είχε μια χούφτα σπίρτα και κρατούσε μερικά στο χέρι της. Κανένας όμως δεν αγόρασε τα σπίρτα της ολόκληρη την ημέρα. Κανένας δεν της είχε δώσει ούτε μια δεκάρα.

 

Σύρθηκε πιο πέρα τρέμοντας από το κρύο και την πείνα, τραγική εικόνα της θλίψης!

Οι χιονονιφάδες κάλυψαν τα μακριά ξανθά μαλλιά της που έπεφταν σε όμορφες μπούκλες γύρω στον λαιμό της. Αυτά όμως δεν τα σκεφτόταν. Σε όλα τα παράθυρα έλαμπαν τα κεριά και η ψητή γαλοπούλα μύριζε τόσο νόστιμα, γιατί ήταν παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Αυτά σκεφτόταν.

 

Ύστερα κάθισε κάτω και ζάρωσε σε μια γωνιά ανάμεσα σε δύο κτίρια, από τα οποία το ένα προεξείχε περισσότερο από το άλλο. Είχε τραβήξει τα ποδαράκια της κοντά στο σώμα της, αλλά κρύωνε όλο και περισσότερο. Δεν τολμούσε να πάει στο σπίτι γιατί δεν είχε πουλήσει καθόλου σπίρτα και δεν θα έφερνε ούτε δεκάρα στον πατέρα της, ο οποίος ήταν βέβαιο ότι θα τη χτυπούσε. Άλλωστε και στο σπίτι έκανε κρύο γιατί επάνω της υπήρχε μόνο η σκεπή, μέσα από την οποία σφύριζε ο άνεμος, παρά το ότι είχαν βουλώσει τις μεγαλύτερες τρύπες της με άχυρα και κουρέλια.

 

Τα χεράκια της είχαν μουδιάσει από το κρύο. Ένα σπίρτο ίσως να την ανακούφιζε λιγάκι, αρκεί να τολμούσε να το βγάλει από το σακούλι της, να το τρίψει στον τοίχο για να ανάψει και να ζεστάνει τα χέρια της στη φλόγα του. Το αποφάσισε και άναψε ένα. Πόσο έλαμπε! Πόσο έκαιγε! Είχε μια ζεστή, ζωηρή φλόγα σαν κερί και έβαλε τα χέρια της από πάνω του. Ήταν μια θαυμάσια φωτιά. Της φάνηκε ότι καθόταν μπροστά σε μια μεγάλη σιδερένια σόμπα, με γυαλισμένα μπρούτζινα πόδια και ένα μπρούτζινο επίσης στολίδι στην κορυφή της. Η ευλογημένη φωτιά έκαιγε ζωηρά και τη ζέσταινε υπέροχα. Το κοριτσάκι είχε απλώσει τα πόδια του για να ζεσταθούν κι αυτά, αλλά η μικρή φλόγα έσβησε και η σόμπα εξαφανίστηκε. Στο χέρι του μικρού παιδιού είχε απομείνει μόνο το καμένο σπίρτο.

 

Έτριψε άλλο ένα στον τοίχο. Άναψε ζωηρά και, όπου έπεφτε το φως του επάνω στον τοίχο, αυτός γινόταν διαφανής σαν πέπλος και το κοριτσάκι μπορούσε να βλέπει μέσα στο δωμάτιο. Επάνω στο τραπέζι ήταν απλωμένο ένα κατάλευκο τραπεζομάντιλο με ένα υπέροχο πορσελάνινο σερβίτσιο και η ψητή γαλοπούλα άχνιζε καυτή με τη γέμισή της από μήλα και ξερά δαμάσκηνα. Και το πιο θαυμαστό που είδε ήταν ότι η γαλοπούλα πήδησε έξω από την πιατέλα, κύλησε στο πάτωμα με το μαχαίρι και το πιρούνι καρφωμένα επάνω της, μέχρι που έφτασε μπροστά στο παγωμένο κοριτσάκι. Τότε όμως έσβησε το σπίρτο και άφησε πίσω του τον χοντρό, κρύο και υγρό τοίχο. Το κοριτσάκι άναψε κι άλλο σπίρτο. Τώρα βρέθηκε κάτω από το πιο θαυμαστό χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ήταν πιο μεγάλο και πιο πολύ στολισμένο από εκείνο που είχε δει μέσα από τη τζαμένια πόρτα στο σπίτι του πλούσιου εμπόρου.

 

Χιλιάδες φώτα έλαμπαν επάνω στα πράσινα κλαδιά και πολύχρωμες ζωγραφιές, σαν αυτές που έβλεπε στις βιτρίνες των καταστημάτων, την κοίταζαν από ψηλά. Το κοριτσάκι άπλωσε τα χέρια του προς το μέρος τους, αλλά τότε έσβησε το σπίρτο. Τα φώτα του χριστουγεννιάτικου δέντρου σηκώθηκαν ψηλά και τα είδε σαν τα άστρα του ουρανού. Ένα από αυτά έπεσε αφήνοντας πίσω του μια φωτεινή ουρά.

 

«Κάποιος πέθανε!» είπε το κοριτσάκι. Η γριά γιαγιά της το μοναδικό άτομο που την αγαπούσε μέχρι που πέθανε, της είχε πει ότι μια ψυχή ανεβαίνει στον Θεό κάθε φορά που πέφτει ένα αστέρι.

 

Έτριψε άλλο ένα σπίρτο στον τοίχο. Μόλις άναψε, είδε τη γιαγιά, φωτεινή, λαμπερή, ήρεμη και με μια έκφραση μεγάλης αγάπης στο πρόσωπο.

 

«Γιαγιά!» φώναξε η μικρούλα. «Πάρε με μαζί σου! Φεύγεις μόλις σβήνει κάθε σπίρτο. Χάνεσαι όπως η ζεστή σόμπα, όπως η νόστιμη ψητή γαλοπούλα και όπως το υπέροχο χριστουγεννιάτικο δέντρο!»

 

 

Έτριψε όλα τα σπίρτα μαζί στον τοίχο γιατί ήθελε να είναι βέβαιη ότι θα κρατούσε τη γιαγιά κοντά της. Τα σπίρτα έδωσαν ένα τόσο ζωηρό φως, που ήταν λαμπρότερο και από τον ήλιο του μεσημεριού. Ποτέ πριν η γιαγιά δεν ήταν τόσο όμορφη και τόσο ψηλή. Έπιασε το κοριτσάκι από το χέρι και πέταξαν χαρούμενες ψηλά, πολύ ψηλά, εκεί όπου δεν υπήρχε ούτε κρύο, ούτε πείνα, ούτε θλίψη. Ήταν κοντά στον Θεό.

 

 

Στη γωνιά όμως, τις ψυχρές ώρες της αυγής, καθόταν το κοριτσάκι με κόκκινα μάγουλα και ένα χαμόγελο στο στόμα, ακουμπισμένο στον τοίχο, πεθαμένο από το κρύο το τελευταίο βράδυ του χρόνου. Ήταν καθισμένο ακίνητο και παγωμένο, κρατώντας τα σπίρτα, πολλά από τα οποία ήταν καμένα.

 

 

«Ήθελε να ζεσταθεί», είπαν όσοι την είδαν. Κανένας δεν υποψιαζόταν πόσο όμορφα πράγματα είχε δει. Κανένας δεν μπορούσε να ονειρευτεί τη μεγαλοπρέπεια με την οποία είχε μπει, μαζί με τη γιαγιά της, στις χαρές ενός νέου έτους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Παραμύθια του Άντερσεν,

 

Εκδόσεις TO BHMA

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Εικόνα: https://mubi.com/films/the-little-match-girl-2017



Facebook

Instagram

Follow Me on Instagram